Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ελιάνα Χουρμουζιάδου, Μακάρι να ήσουν εδώ


Ελιάνα Χουρμουζιάδου, Μακάρι να ήσουν εδώ, Κέδρος 2011


Το καλό στη σύλληψή του, μα ανολοκλήρωτο στην εκτέλεσή του, βιβλίο της Χουρμουζιάδου είναι από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που διάβασα πρόσφατα.

Σε πρώτο επίπεδο η υπόθεση αφορά ένα ζευγάρι σε κρίση. Όσο όμως προχωρά η διήγηση αντιλαμβανόμαστε ότι ο γαμήλιος βίος ενός Γερμανού και μιας Ελληνίδας αναταράζεται από δονήσεις που μόνο καλά κρυμμένα μυστικά μπορούν να προκαλέσουν. Σταδιακά εισάγεται ένα δεύτερο επίπεδο με πιθανά εγκλήματα πολέμου, διαλυμένες οικογενειακές ιστορίες, ύποπτες μεταπολεμικές περιουσίες, καταπάτηση παραλιακών οικοπέδων με εκκλησιαστικές ευλογίες, μετοίκηση κάποιων από την Ευρώπη σ’ ένα απομακρυσμένο αιγαιοπελαγίτικο νησί, κι άλλων από εκείνο το νησί προς την Κεντρική ή τη Δυτική Ευρώπη, σε συνδυασμό με μια αργά αναδυόμενη ιστορία κληρονομικής ψυχασθένειας.

Οι δυνατότητες που παρέχει αυτό το παλίμψηστο είναι αφηγηματικά τεράστιες - όμως ελάχιστες πραγματώνονται σ' ένα κείμενο το οποίο μπορεί μεν να θέτει όλα αυτά τα ζητήματα, αφήνει όμως τον αναγνώστη μετέωρο ως προς την ερμηνεία και την ακριβή ρόλο τους στην συγκρότηση των χαρακτήρων και την εξέλιξη της μυθοπλασίας.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο, με τίτλο ‘ΜΑΞ’, ο λόγος εκφέρεται στο δεύτερο ενικό, και ενώ δεν δηλώνεται ρητά ο ομιλών και ο αποδέκτης, δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι ο ίδιος ο Μαξ που απευθύνεται στον εαυτό του - πρόκειται για τεχνική που εύστοχα αναδεικνύει την αποστασιοποίηση του Μαξ από τα συναισθήματά του και τη βασανιστική του προσπάθεια να ορίσει οτιδήποτε --αντικείμενο, συμβάν, ή πρόσωπο-- διαρκώς απομακρύνεται από αυτόν.

Στο δεύτερο μέρος, ο ‘ΔΑΝΙΗΛ’ μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο, με την ευθύτητα και την αμεσότητα που χαρακτηρίζει κάποιον που φρόντισε από νωρίς να πάρει αποστάσεις από τους γύρω του, αλλά θεωρεί ότι κατανοεί πλήρως και μπορεί να μεταφέρει στον αναγνώστη το πώς σκέφτονται οι άλλοι, όπως η αδελφή του --και σύζυγος του Μαξ-- Ρέα. Το δεύτερο μέρος επιχειρεί μια συστηματικότερη εμπλοκή του προσωπικού και οικογενειακού παρόντος, με το κοινωνικό-πολιτικό παρελθόν της Ευρώπης. Το εγχείρημα αυτό όμως περιορίζεται σε ενδιαφέρουσες νύξεις, ή την παράθεση σποραδικών στοιχείων η οποία δεν εμβαθύνει επαρκώς στους χαρακτήρες, ούτε οδηγεί το πλούσιο ιστορικό υλικό σε μια άρτια σύνθεση. Και για αυτό δεν ευθύνεται απλώς η περιορισμένη έκταση του βιβλίου -- υπάρχουν άλλωστε στα ελληνικά, βιβλία αρκετά μικρότερου μεγέθους, που μοιράζουν την αφήγηση σε δύο μέρη και ασχολούνται με δύσκολες ιστορικές αλήθειες, αλλά που δίνουν σαφώς την αίσθηση ενός ολοκληρωμένου λογοτεχνικού έργου.

Είναι χαρακτηριστικό πολλών Ελλήνων πεζογράφων να συλλαμβάνουν εξαιρετικές ιδέες που αποτυγχάνουν να απογειώσουν, ή έστω να αναπτύξουν με τρόπο επαρκή για ένα λογοτεχνικό έργο. Η ιστορία τελειώνει ακριβώς την στιγμή που το ενδιαφέρον του αναγνώστη εντείνεται τόσο ως προς την τελική στάση της Ρέας, όσο και ως προς το φορτωμένο μυστικά παρελθόν της οικογένειας του Μαξ. Δεδομένης της έρευνας που προηγήθηκε της συγγραφής, και των αρετών που έχει η γραφή της Χουρμουζιάδου, είναι κρίμα που η συγγραφέας δεν επιχείρησε κάτι πιο φιλόδοξο.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Βασίλης Αλεξάκης, Η πρώτη λέξη


Βασίλης Αλεξάκης, Η πρώτη λέξη (Εξάντας, 2011).


Λέγεται ότι τα μυθιστορήματα είναι δύο ειδών: μυθιστορήματα δράσης ή χαρακτήρων. Το βιβλίο του Αλεξάκη στερείται δράσης και υπολείπεται χαρακτήρων. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς: αφενός η δράση είναι υποτυπώδης, λειτουργώντας ως πρόσχημα για την έκθεση των ιδεών που επιθυμεί να παρουσιάσει ο συγγραφέας. Αφετέρου οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται, αλλά σκιαγραφούνται, τόσο μόνο όσο επαρκεί για να φέρουν εις πέρας το έργο της ανταλλαγής πληροφοριών, έκφρασης αποριών, και διατύπωσης απαντήσεων, για το οποίο τους προόριζε ο συγγραφέας.

Αν τα αναφέρω αυτά με τρόπο λακωνικό και ίσως όχι απόλυτα επεξηγηματικό, είναι γιατί ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς που εκτιμώ, και που για την αγορά του κάθε νέου βιβλίου του δεν νιώθω ποτέ δισταγμό. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι ένας από τους λίγους πεζογράφους που, στα περισσότερα έργα του, έχει το σημαντικότατο -για μένα- χάρισμα να δημιουργεί έντονη συγκινησιακή φόρτιση, με λιτά αφηγηματικά μέσα. Ακόμη και σε αυτό, το τόσο άγευστο, μυθιστόρημα υπάρχουν στιγμές που μπορούν να κινήσουν το συναίσθημα του αναγνώστη - οι στιγμές αυτές όμως είναι λίγες κι η παρουσία τους απλώς επιτείνει την αίσθηση ότι διαβάζει κάποιος ένα κείμενο το οποίο προτάσσει, έναντι των λογοτεχνικών αρετών, κάποιες αμιγώς γνωσιακές αξίες.

Η γνωσιακή διάσταση του βιβλίου είναι όντως υπολογίσιμη, στο μέτρο που καταφέρνει να συμπτύξει έναν πλούτο δεδομένων και να τον παρουσιάσει με τρόπο εξαιρετικά σαφή. Το αντικείμενο του βιβλίου μαντεύεται από τον τίτλο του: πρόκειται για την αναζήτηση των απαρχών της ανθρώπινης ομιλίας : την «πρώτη λέξη». Στην πορεία της αναζήτησης, η οποία πραγματώνεται μέσω εξαντλητικών διαλόγων μεταξύ διαφόρων ερευνητών, και του αφηγητή -- το φύλο του οποίου (γυναικείο) μου υπενθύμιζε η χρήση μετοχών του αντίστοιχου γραμματικού γένους, μιας που η φωνή του αφηγητή είχε (συνειδητά ίσως;) έναν άφυλο, θα έλεγα, χαρακτήρα --, ο αναγνώστης συλλέγει ένα πλήθος πληροφοριών, που διευρύνουν τον ορίζοντα κατανόησης αυτού του τόσο περίπλοκου όσο και μαγευτικού φαινομένου που ονομάζεται γλωσσική επικοινωνία.

Κάποιος που μπορεί να μην έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για αυτό το ζήτημα --και συνεπώς δεν τον προβληματίζουν ζητήματα μεθοδολογικής τάξης, εννοιολογικής διερεύνησης, ή φιλοσοφικής συνοχής-- όμως επιθυμεί να πληροφορηθεί για τα συναφή ευρήματα των επιστημών της γλωσσολογίας, της εθνολογίας, της λεξικογραφίας, της εξελικτικής ψυχολογίας, της νευροβιολογίας, ή της εθολογίας, θα βρει στο βιβλίο του Αλεξάκη εύστοχες παρατηρήσεις, ευφυείς απορίες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες δοσμένες με τρόπο άμεσο κι αποτελεσματικό. Αρκεί όμως αυτό για να φέρει ένα βιβλίο τον τίτλο του ‘μυθιστορήματος’;


 


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Λένα Διβάνη, Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια


Λένα Διβάνη, Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες (Μελάνι, 2011)

Το ΜΕΛΑΝΙ, με τις ιδιαίτερα προσεγμένες εκδόσεις του, είναι ευρέως γνωστό για την καλή σειρά ξένης πεζογραφίας. Στην ελληνική λογοτεχνία όμως παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις. Αφενός δημοσιεύει διηγήματα αξιώσεων από σοβαρούς λογοτέχνες (Γκανάς, Ευσταθιάδης, Στάμου κ.α.), και προσφέρει εκδοτικό βήμα σε νέες σημαντικές ποιητικές φωνές (Αντιόχου, Γαραντούδης, Ηλιοπούλου, κ.α.). Αφετέρου προβάλλει μέτριους συγγραφείς που παράγουν αμήχανες, ημιτελείς νουβέλες (Δέρβη), μελό παραβολές που όλο κάτι μας θυμίζουν αλλά δεν ξέρουμε τι (Γκαλινίκη), ή εύπεπτα καλοκαιρινά αναγνώσματα (Διβάνη, Νάσιουτζικ).

Στο αυτάκι του βιβλίου Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια αναφέρεται ότι στόχος της συλλογής διηγημάτων της Διβάνη είναι να μας κάνει να γελάσουμε. Δεν υπάρχει κάτι πιο θλιβερό από ένα βιβλίο που υπόσχεται πως θα μας διασκεδάσει, ενώ το περισσότερο που επιτυγχάνει είναι να αποσπάσει από τον αναγνώστη ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Τα αστεία που εμπεριέχει μπορεί ίσως να λειτουργούσαν σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο --αρκετές στιγμές αισθανόμουν ότι βρέθηκα εμπρός σε μια ξεχασμένη στοίβα από τεύχη του ΚΛΙΚ, και μάλιστα από την δεύτερη περίοδο, όταν πια οι ατάκες είχαν χιλιοειπωθεί, τα λογοπαίγνια είχαν φθαρεί, και η παράθεση των brand-names είχε πάψει να διεγείρει το ενδιαφέρον του κοινού.

Το χιούμορ βέβαια είναι μια ευαίσθητη όσο και υποκειμενική υπόθεση και για αυτό δεν αποκλείω κάτι που σε μένα φαίνεται ανιαρό, να προκαλεί έντονο γέλιο σε κάποιον άλλο. Υπάρχουν όμως δύο τουλάχιστον στοιχεία που, πέραν των ατομικών προτιμήσεων, νομίζω ότι είναι άκρως προβληματικά.

Συνηθίζεται οι συλλογές διηγημάτων να διέπονται από μία κοινή θεματική, έναν έστω ευρύ ‘κοινό λογοτεχνικό τόπο’, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση απουσιάζει. Το μόνο στοιχείο που μοιράζονται οι ιστορίες της Διβάνη είναι ότι έχουν ήδη δημοσιευθεί σε περιοδικά ποικίλης ύλης - γεγονός που επιτείνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι επιλογή των κειμένων που ανατυπώνονται στη συλλογή είναι τυχαία, ή έστω, ότι δεν υπόκειται σε λογοτεχνικά, θεματικά, ή αισθητικά κριτήρια.

Το δεύτερο είναι η αποτυχημένη μίξη λέξεων από διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες -ή για να το πω απλούστερα: ο γλωσσικός αχταρμάς. Η διαρκής χρήση ετερόκλητων λέξεων σε μία φράση, αντί να εντείνει την κωμικότητα της περιγραφόμενης κατάστασης, προκαλεί αναγνωστική αμηχανία, οδηγώντας σε ένα αφηγηματικά επίπεδο αποτέλεσμα. Σε πολλά σημεία η χρήση επιτηδευμένων όρων είναι λογοτεχνικά αδιάφορη, αλλά καταρχάς κατανοητή: είναι ας πούμε σαφές ότι με τη φράση «Η Μαρίνα συνέχισε να την πουσάρει για να περάσει», η συγγραφέας επιχειρεί να εντυπωσιάσει χρησιμοποιώντας έναν αγγλογενή νεολογισμό αντί ρημάτων της καθομιλουμένης, όπως το «σπρώχνω». Σε άλλα σημεία το πρόβλημα έγκειται στην παντελή έλλειψη συνάφειας. Χρησιμοποιεί, φερ’ ειπείν, το ρήμα «κογιονάρω» που στο κερκυραϊκό ιδίωμα σημαίνει εμπαίζω ή κοροϊδεύω. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η δράση εξελίσσεται στη Σαντορίνη, και κανείς από τους ήρωες δεν έχει σχέση με τα Επτάνησα.

Η νοοτροπία αρκετών εκδοτικών οίκων να γεμίζουν κάθε καλοκαίρι την αγορά με ‘ελαφρά’ ή ανιαρά βιβλία δεν ωφελεί ουσιαστικά κανέναν, απλά αναπαράγει την κατάσταση όπου οι περισσότεροι αναγνώστες διαβάζουν μέτρια λογοτεχνία, αφού αυτή ακριβώς είναι που σωρεύεται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων τους θερινούς μήνες. Ο καλός εκδοτικός οίκος όμως σέβεται τους αναγνώστες του όλο το χρόνο -ακόμη και την περίοδο των διακοπών.