Όσοι παρακολουθούν το πεζογραφικό έργο του Νίκου Δαββέτα, γνωρίζουν ότι δεν διστάζει να θίξει ζητήματα απαιτητικά, που η επικαιρότητά τους, το γεγονός ότι αφορούν συμβάντα που εκτυλίσσονται σε παρόντα χρόνο, μπορεί να εντείνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον αλλά αυξάνουν επίσης το βαθμό δυσκολίας για τον συγγραφέα. Στο νέο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο Ωστικό κύμα, το θέμα που επιλέγει ο Δαββέτας κυριαρχεί στην τρέχουσα ειδησεογραφία: πρόκειται για την ισλαμική τρομοκρατία, στις πολλαπλές - θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές - διαστάσεις της.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι στερείται της εμβάθυνσης που απαιτείται από το θέμα. Οι ψυχολογικές και κοινωνιολογικές εξηγήσεις που δίνει ο συγγραφέας για το γεγονός ότι ένας συνηθισμένος νεαρός Έλληνας, αποφασίζει να εμπλακεί σε μία ισλαμική τρομοκρατική οργάνωση, δεν επαρκούν και δεν προσφέρουν ικανοποιητικά στοιχεία ώστε να στηθεί ένας αληθοφανής, πειστικός ήρωας. Το αποτέλεσμα είναι ο Δαββέτας να μην παραδίδει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, αλλά μία στοιχειωδώς σκιαγραφημένη και τελικά στερεότυπη λογοτεχνική φιγούρα. Η μητέρα δίνεται με τρόπο πιο επαρκή και ολοκληρωμένο, ωστόσο σε ορισμένα σημεία ο συγγραφέας έχει καταφύγει σε στερεότυπες κι αναμενόμενες συμπεριφορές, ώστε να εξηγήσει τις σκέψεις και τις κινήσεις της, γεγονός που μπορεί μεν να προσφέρει αληθοφάνεια, αλλά δεν ενέχει εκπλήξεις κι ενδιαφέρουσες ανατροπές για τον αναγνώστη.
Το μπούλινγκ που έχει υποστεί ο νεαρός στο γυμναστήριο, το γεγονός ότι είναι παιδί χωρισμένων γονιών και εγγόνι αριστερού αγωνιστή, η αποξένωση που νιώθει, το δόλωμα του σεξ που ρίχνει η νεαρή συμφοιτήτρια που γίνεται ο σύνδεσμός του με την τρομοκρατική ομάδα, είναι μερικοί από τους λόγους που αναφέρει ο συγγραφέας επιχειρώντας μία μάλλον πρόχειρη ανάλυση των αιτιών που τον οδήγησαν να συμμετάσχει στην οργάνωση. Χωρίς καμία αναφορά στην θρησκευτική πίστη του (ή στην απουσία της) και με σύντομες μόνο αναφορές στο αριστερό παρελθόν του παππού του και στην άξεστη συμπεριφορά του ίδιου του του πατέρα, δίχως ουσιαστικότερη κοινωνιολογική ανάλυση, είναι αδύνατο να στηθεί ένα στέρεο αφήγημα γι αυτό το τόσο ενδιαφέρον θέμα.
Αντιθέτως, με τον τρόπο που είναι δοσμένες οι πιθανές αιτίες των πράξεων του πρωταγωνιστή -με μια απλή απαρίθμηση ώστε να σβηστούν από την λίστα με τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται από δημοσιογράφους σε νεαρούς τρομοκράτες – δεν εξασφαλίζουν τον στοχασμό του αναγνώστη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα προκαλέσει ίσως αρχικά τον εντυπωσιασμό αρκετών αναγνωστών, αλλά στη συνέχεια μάλλον θα απογοητεύσει.