Αμάντα Μιχαλοπούλου, Λαμπερή μέρα. Διηγήματα. Καστανιώτης.
Η ελληνική λογοτεχνία είναι γεμάτη από στερεότυπα. Οι συγγραφείς της χωρίζονται γενικά σε δύο κατηγορίες: αυτούς που παράγουν τα ρομάντζα με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, κι αυτούς που απευθύνονται σε σοβαρότερο αναγνωστικό κοινό.
Η ίδια η διάκριση βέβαια, στην γενικότητά της, αποτελεί κι η ίδια στερεότυπο, καθόσον και οι δύο κατηγορίες έχουν πολλές υποκατηγορίες. Μία από αυτές περιλαμβάνει πεζογράφους άνω των 40, που, όπως η Μιχαλοπούλου, επιχειρούν να δώσουν στα κείμενά τους έναν κοσμοπολίτικο αέρα, με συχνές αναφορές σε πόλεις εκτός Ελλάδος, και ήρωες ξένων χωρών. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται δεν είναι απαραίτητα κοινό με βαθειά γνώση της διεθνούς λογοτεχνίας: μπορεί απλά να αποτελείται από ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει ή έχουν περάσει κάποιο διάστημα της ζωής τους εκτός συνόρων, και μοιράζονται κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Κι εδώ συναντάμε τα στερεότυπα.
Το πρώτο που μου κάνει εντύπωση στο βιβλίο της Μιχαλοπούλου είναι ότι στο εξώφυλλο δεν αναφέρεται, ως είθισται, ότι πρόκειται για συλλογή διηγημάτων, δημιουργώντας στο κοινό την εντύπωση ότι πρόκειται για μυθιστόρημα.
Υπάρχουν μεγάλες/έντονες διαφορές στην ποιότητα των διηγημάτων. Κάποια κείμενα κεντρίζουν το ενδιαφέρον, κάποια άλλα είναι κοινότοπα ή απλώς ανολοκλήρωτα. Κάποια τέλος δίνουν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι τα έχει πρωτοδιαβάσει σε συλλογές αγγλόφωνων πεζογράφων. Αν και όλα τα διηγήματα είναι καλογραμμένα, σε αρκετά από αυτά την τελευταία στιγμή η συγγραφέας αποφεύγει να εμβαθύνει στη λογική των αφηγούμενων γεγονότων, ή να ξεγυμνώσει τους χαρακτήρες, κι έτσι όλα μένουν σε ένα μάλλον επιφανειακό επίπεδο.
Αρκετά από τα κείμενα έχουν έντονα κλισέ, όπως η Μεσοποταμία και το Φθινόπωρο στο Φρίουλι, σε βαθμό που οι ήρωες μοιάζει να έχουν ξεπηδήσει από τα λαμπερά περιοδικά λάιφστάιλ της προηγούμενης δεκαετίας.
Η γενικότερη εντύπωσή μου, εντούτοις, για τη Λαμπερή μέρα είναι αμφίσημη. Αφενός εκτιμώ την ποιότητα της γραφής και την προσπάθεια της συγγραφέως να δώσει κάτι σύγχρονο στο αναγνωστικό κοινό της. Η παράθεση όμως καταστάσεων, γεγονότων, ή τοπονυμιών που υποτίθεται ότι είναι ανοίκεια στον Έλληνα αναγνώστη δεν καθιστά αυτομάτως ένα βιβλίο καλό--ιδίως όταν ένας συγγραφέας μοιάζει να το κάνει συστηματικά ως εάν να ήταν αυτοσκοπός.
Ομολογώ πάντως ότι προτιμώ το στυλ των διηγημάτων της Μιχαλοπούλου, με τον συνειδητά κοσμοπολίτικο κι εξωστρεφή χαρακτήρα τους, από την πρόσφατη μόδα συλλογών όπως αυτή του Οικονόμου, όπου η συγγραφική επιτήδευση φτάνει στα άκρα, και όπου η μόνη δικαίωση του εγχειρήματος έγκειται στο πόσο φτωχοί και καταφρονεμένοι είναι οι ήρωες.