Εδώ και τρεις εβδομάδες, το Έθνος φιλοξενεί διηγήματα «με καλό τέλος». Οι έως τώρα δημοσιευμένες ιστορίες προσφέρουν, πέραν της άμεσης αναγνωστικής εμπειρίας, ενδιαφέρον υλικό για μια πρόχειρη έστω αποτίμηση της τρέχουσας πεζογραφικής μας παραγωγής - και οι περισσότερες ενδείξεις είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές. Πριν αναφερθώ στα αρνητικά, όμως, να τονίσω ότι αφευατής η πρωτοβουλία του Έθνους είναι σημαντική: σε μια εποχή που τα περισσότερα βιβλιοφιλικά ένθετα των εφημερίδων περιορίζονται στην ανατύπωση δελτίων τύπου για καλοκαιρινές αγορές, ή στην υπερπροβολή τίτλων από τους 'συνήθεις υπόπτους', το γεγονός ότι μια εφημερίδα αφιερώνει κάθε μέρα ένα δισέλιδο στην δημοσίευση πρωτότυπων διηγημάτων από ένα ευρύ φάσμα συγγραφέων είναι από μόνο του ένα σημαντικό γεγονός. Όσον αφορά τα διηγήματα, ας ξεκινήσω από τα καλά:
Για τη γενιά μου ο Μάνος Κοντολέων μπορεί να μην χρειάζεται συστάσεις, αλλά αν δεν τον έχετε ήδη διαβάσει, θεωρώντας ότι γράφει συνήθως για παιδιά, να μια λαμπρή ευκαιρία να το κάνετε - ο Κοντολέων ξέρει να πλέκει ιστορίες όσο λίγοι πεζογράφοι στη χώρα μας.
Ο Μιχάλης Φακίνος είναι σταθερή αξία. Ομολογώ πως διαβάζοντάς τον επανήλθα για λίγο στον εφηβικό μου εαυτό: απορροφημένος πλήρως από το κείμενό του, μπορεί να μην καταλάβαινα την κάθε λεπτομέρεια, αλλά ήξερα τουλάχιστον ότι διάβαζα λογοτεχνία.
Από τα υπόλοιπα κείμενα αρκετά ήταν καλλογραμμένα, όπως του Πρατικάκη και της Λαμπαδαρίδου-Πόθου.
Μου άρεσε πολύ το διήγημα της Εύας Στάμου- στέρεη γραφή, με έξυπνες εναλλαγές αφηγηματικής εστίασης, πειστικούς χαρακτήρες, ευφυή ανατροπή.
Κάποια διηγήματα ήταν σαν ‘καλές απαντήσεις, εκτός θέματος’ -της Βαμβουνάκη περιείχε ωραίες σκέψεις, κάπως ατάκτως εριμμένες, μα δεν ήταν ιστορία: δεν αφηγείτο τίποτα.
Του Μήτσου -που εκτιμώ πολύ- ήταν ιστορία, μα όχι τόσο σφιχτή όσο οι καλύτερές του, και στερείτο ‘καλού τέλος’.
Της Γαβαλά είχε ωραίο θέμα που δεν κατάφερε ή ίσως δεν ήθελε να το απογειώσει, της Κουμούτση είχε μια γόνιμη ιδέα που πνίγηκε στο συναίσθημα και τα θαυμαστικά.
Η ιστορία του Δημήτρη Στεφανάκη ήταν απλά απογοητευτική: επίπεδη, τετριμμένη, με αδούλευτη γλώσσα. Εξίσου επίπεδη αλλά περισσότερο ανιαρή ήταν η ιστορία του Θανάση Χειμωνά - σίγουρα δεν με προδιαθέτει να αναζητήσω τα βιβλία του.
Ιδιαίτερα κουραστικό το εγωτικό παραλήρημα του Σουρούνη.
Η Λουκία Ρικάκη πολύ μελό για τα δικά μου γούστα.
Υπήρχε τέλος κι η Λένα Μαντά. Για να εξηγούμαστε: ήλπιζα ότι το κείμενό της δεν θα ήταν τόσο κακό, ‘κάπου μέσα μου βαθειά’ ήθελα να πιστεύω ότι μπορεί η πλέον ευπώλητη συγγραφέας της Ελλάδας να μην γράφει πολύ άσχημα. Αυτό που διάβασα, εκτός του ότι θεματικά ήταν απίστευτα ξεπερασμένο και απλοϊκό, ήταν συντακτικά κι εννοιακά ασυνάρτητο -το βασικό πάντως για τις λάτρεις του είδους είναι ότι στο τέλος οι ήρωες παντρεύονται!
Τι να πει κανείς. Όπως λέει και το τραγούδι: ίσως οι γύρω μου να φαίνονται χάλια - ίσως πάλι να φταίω εγώ... Το βέβαιο είναι ότι περιμένω και τις επόμενες ‘ιστορίες’ του Έθνους με ανυπομονησία.
Για τη γενιά μου ο Μάνος Κοντολέων μπορεί να μην χρειάζεται συστάσεις, αλλά αν δεν τον έχετε ήδη διαβάσει, θεωρώντας ότι γράφει συνήθως για παιδιά, να μια λαμπρή ευκαιρία να το κάνετε - ο Κοντολέων ξέρει να πλέκει ιστορίες όσο λίγοι πεζογράφοι στη χώρα μας.
Ο Μιχάλης Φακίνος είναι σταθερή αξία. Ομολογώ πως διαβάζοντάς τον επανήλθα για λίγο στον εφηβικό μου εαυτό: απορροφημένος πλήρως από το κείμενό του, μπορεί να μην καταλάβαινα την κάθε λεπτομέρεια, αλλά ήξερα τουλάχιστον ότι διάβαζα λογοτεχνία.
Από τα υπόλοιπα κείμενα αρκετά ήταν καλλογραμμένα, όπως του Πρατικάκη και της Λαμπαδαρίδου-Πόθου.
Μου άρεσε πολύ το διήγημα της Εύας Στάμου- στέρεη γραφή, με έξυπνες εναλλαγές αφηγηματικής εστίασης, πειστικούς χαρακτήρες, ευφυή ανατροπή.
Κάποια διηγήματα ήταν σαν ‘καλές απαντήσεις, εκτός θέματος’ -της Βαμβουνάκη περιείχε ωραίες σκέψεις, κάπως ατάκτως εριμμένες, μα δεν ήταν ιστορία: δεν αφηγείτο τίποτα.
Του Μήτσου -που εκτιμώ πολύ- ήταν ιστορία, μα όχι τόσο σφιχτή όσο οι καλύτερές του, και στερείτο ‘καλού τέλος’.
Της Γαβαλά είχε ωραίο θέμα που δεν κατάφερε ή ίσως δεν ήθελε να το απογειώσει, της Κουμούτση είχε μια γόνιμη ιδέα που πνίγηκε στο συναίσθημα και τα θαυμαστικά.
Η ιστορία του Δημήτρη Στεφανάκη ήταν απλά απογοητευτική: επίπεδη, τετριμμένη, με αδούλευτη γλώσσα. Εξίσου επίπεδη αλλά περισσότερο ανιαρή ήταν η ιστορία του Θανάση Χειμωνά - σίγουρα δεν με προδιαθέτει να αναζητήσω τα βιβλία του.
Ιδιαίτερα κουραστικό το εγωτικό παραλήρημα του Σουρούνη.
Η Λουκία Ρικάκη πολύ μελό για τα δικά μου γούστα.
Υπήρχε τέλος κι η Λένα Μαντά. Για να εξηγούμαστε: ήλπιζα ότι το κείμενό της δεν θα ήταν τόσο κακό, ‘κάπου μέσα μου βαθειά’ ήθελα να πιστεύω ότι μπορεί η πλέον ευπώλητη συγγραφέας της Ελλάδας να μην γράφει πολύ άσχημα. Αυτό που διάβασα, εκτός του ότι θεματικά ήταν απίστευτα ξεπερασμένο και απλοϊκό, ήταν συντακτικά κι εννοιακά ασυνάρτητο -το βασικό πάντως για τις λάτρεις του είδους είναι ότι στο τέλος οι ήρωες παντρεύονται!
Τι να πει κανείς. Όπως λέει και το τραγούδι: ίσως οι γύρω μου να φαίνονται χάλια - ίσως πάλι να φταίω εγώ... Το βέβαιο είναι ότι περιμένω και τις επόμενες ‘ιστορίες’ του Έθνους με ανυπομονησία.