Άρης Σφακιανάκης, Ου μπλέξεις, Κέδρος 2011
Όταν διαβάζω βιβλία του Άρη Σφακιανάκη περνάω καλά. Η δράση εξελίσσεται γρήγορα, οι άνθρωποι μιλούν όπως μιλούν οι... άνθρωποι, τα όσα τους απασχολούν είναι πιστευτά, κι όλα συμβαίνουν τον 21ο αιώνα. Στο ‘Ου μπλέξεις’ ο αναγνώστης θα απολαύσει τα ευφυή κοινωνικά σχόλια του συγγραφέα, και θα απορροφηθεί από τους εύστοχα τοποθετημένους διαλόγους που προσδίδουν αληθοφάνεια στη μυθοπλασία του.
Τρία σημεία μου φάνηκαν λιγότερο ικανοποιητικά. Το πρώτο είναι ότι η περιγραφή της προσωπικότητας των γυναικών που παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου. Καταρχήν, καμία περιγραφή γυναικείου χαρακτήρα δεν είναι ολοκληρωμένη. Τούτο δεν οφείλεται μόνο στο ότι (συνειδητά ίσως) ο συγγραφέας δεν εμβαθύνει στη λογική ή τα συναισθήματα κανενός από τους χαρακτήρες του, αφήνοντας τις πράξεις τους να μετεωρίζονται στο πολύβουο κενό της καθημερινότητας. Οφείλεται επίσης στο ότι στήνει τις ηρωίδες του εκτός (οικογενειακού, φιλικού, κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου) πλαισίου, παρέχοντας μόνο όσες πληροφορίες είναι αυστηρώς απαραίτητες για να προχωρήσει η περιπέτεια. Κατά δεύτερον, οι όποιες περιγραφές δίνει για τις γυναίκες, που ο ήρωας αλλάζει σαν καλοκαιρινά t-shirt, είναι αρκούντως σεξιστικές. Το ότι δεν θέτει τον εαυτό του στο απυρόβλητο, ή ότι δεν φείδεται ειρωνικών σχολίων για το πώς ο ίδιος δείχνει, για τα όσα πράττει ή σκέφτεται, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η φαλλοκρατική ματιά είναι αυτή που ιεραρχεί τη σημασία των χαρακτήρων του βιβλίου.
Το δεύτερο σημείο που μπορεί να απογοητεύσει τον προσεκτικό αναγνώστη είναι οι ένθετες περιγραφές των Ευρωπαϊκών πόλεων. Κατανοώ την επιθυμία να δοθεί στο βιβλίο ένας αέρας κοσμοπολίτικος, αλλά ήταν απαραίτητο να γίνει με την επίπλαστη αμεσότητα των φυλλαδίων που διατίθενται σε γραφεία ταξιδίων; Μοιάζει ως αν το βιβλίο απευθυνόταν σε άτομα που δεν έχουν ποτέ ταξιδέψει, ούτε έχουν δει κανένα ντοκιμαντέρ για την αλλοδαπή, και αδημονούν για μια στοιχειώδη περιγραφή του τι κάνει ο τουρίστας της Βενετίας ή των Παρισίων.
Τέλος, ένα σημείο αμφιλεγόμενο του βιβλίου είναι η επικαιρικότητά του. Το πολύ θετικό είναι ότι --σε αντίθεση με πλήθος μετριότατων πεζογραφημάτων--, ο συγγραφέας δεν ανακυκλώνει ιστορίες από την ηρωική μιζέρια των εθνικών καταστροφών, του ύστερου εμφυλίου, της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου, κ.ο.κ. αλλά παίρνει το ρίσκο να γράψει για την ζωή τού εδώ και τώρα. Το αρνητικό είναι πως ο τρόπος που το πραγματώνει δεν διαφέρει και τόσο από τη δημοσιογραφική μέθοδο εβδομαδιαίων περιοδικών. Το πλήθος αναφορών στην επικαιρότητα, μπορεί προς στιγμήν να εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, δημιουργώντας μια ευχάριστη αίσθηση οικειότητας - είναι όμως αρκετά αμφίβολο αν καμία από τις αναφορές αυτές θα λειτουργεί σε λίγους μήνες από τώρα, ή αν γενικότερα στο μέλλον το μυθιστόρημα θα μπορεί να λειτουργεί εξ ίσου καλά, παρά τις παρωχημένες αναφορές του.