Γιώργος Μανιώτης, Τώρα, Εκδόσεις Ψυχογιός
Η εξαιρετικά
δύσκολη οικονομική συγκυρία που διανύουμε μπορεί να αποτελέσει για ένα
συγγραφέα έναυσμα στοχασμού και δημιουργικής ενασχόλησης με το τώρα.
Μπορεί όμως και να γίνει η μεγαλύτερη παγίδα για όποιον επιχειρεί
βιαστικά και δίχως κρίση να μιλήσει λογοτεχνικά για την κρίση.
Ο Μανιώτης φαίνεται πως έχει στο τελευταίο βιβλίο του μια συγκεκριμένη ατζέντα: να επισημάνει τους κινδύνους που κρύβει η αδιάκοπη επιδίωξη του χρήματος, και να εξηγήσει πώς ο άκρατος καταναλωτισμός και το κυνήγι του πλούτου έχει καταστρέψει τη σύγχρονη κοινωνία.
Για να φέρει εις πέρας το συγγραφικό σχέδιό του, χρησιμοποιεί το τέχνασμα μιας τηλεοπτικής εκπομπής, στην οποία μια δημοσιογράφος παίρνει συνεντεύξεις από τα μέλη της οικογένειάς της. Με τις προσωπικότητες των γυναικών να είναι σαφώς ισχυρότερες των ανδρών, ο Μανιώτης ξετυλίγει μια ιστορία που μοιάζει με θεατρικό δρώμενο--οι αρχικοί διάλογοι είναι ολοζώντανοι και οι ανατροπές στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου συχνές. Δυστυχώς πολύ σύντομα η πρωτοτυπία της πλοκής εξαντλείται, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες παραμένουν ασχημάτιστοι κι αναληθοφανείς, αφού χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα ως φερέφωνα των απόψεών του.
Υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε κάθε θέμα που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, έχει καθορίσει την ελληνική πραγματικότητα την τελευταία πεντηκονταετία: τους οικονομικούς κολοσσούς, τους κομματικούς μηχανισμούς, τον υπερκαταναλωτισμό, τη βιομηχανία της μουσικής, τον χώρο των εκδόσεων, την τηλεόραση, την δημοσιογραφία, την παγκοσμιοποίηση. Το κυριότερο πρόβλημα του βιβλίου είναι ότι απουσιάζει η πολυφωνία: και οι δέκα χαρακτήρες εκφέρουν παρόμοιες απόψεις με τον ίδιο σχεδόν τόνο και παρόμοια λογοτεχνική 'φωνή', δημιουργώντας ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο κείμενο, που βρίθει κλισέ και στερεότυπων φράσεων.
Ένας σημαντικός συγγραφέας, με πλούσιο λογοτεχνικό έργο, μας παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίο ιδέες και θεωρίες που μάλλον θα αναδεικνύονταν καλύτερα αν είχε επιλέξει τη μορφή του πολιτικού δοκιμίου ή του κριτικού χρονογραφήματος. Σίγουρα το αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί την επιλογή του μυθιστορήματος.
Ο Μανιώτης φαίνεται πως έχει στο τελευταίο βιβλίο του μια συγκεκριμένη ατζέντα: να επισημάνει τους κινδύνους που κρύβει η αδιάκοπη επιδίωξη του χρήματος, και να εξηγήσει πώς ο άκρατος καταναλωτισμός και το κυνήγι του πλούτου έχει καταστρέψει τη σύγχρονη κοινωνία.
Για να φέρει εις πέρας το συγγραφικό σχέδιό του, χρησιμοποιεί το τέχνασμα μιας τηλεοπτικής εκπομπής, στην οποία μια δημοσιογράφος παίρνει συνεντεύξεις από τα μέλη της οικογένειάς της. Με τις προσωπικότητες των γυναικών να είναι σαφώς ισχυρότερες των ανδρών, ο Μανιώτης ξετυλίγει μια ιστορία που μοιάζει με θεατρικό δρώμενο--οι αρχικοί διάλογοι είναι ολοζώντανοι και οι ανατροπές στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου συχνές. Δυστυχώς πολύ σύντομα η πρωτοτυπία της πλοκής εξαντλείται, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες παραμένουν ασχημάτιστοι κι αναληθοφανείς, αφού χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα ως φερέφωνα των απόψεών του.
Υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε κάθε θέμα που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, έχει καθορίσει την ελληνική πραγματικότητα την τελευταία πεντηκονταετία: τους οικονομικούς κολοσσούς, τους κομματικούς μηχανισμούς, τον υπερκαταναλωτισμό, τη βιομηχανία της μουσικής, τον χώρο των εκδόσεων, την τηλεόραση, την δημοσιογραφία, την παγκοσμιοποίηση. Το κυριότερο πρόβλημα του βιβλίου είναι ότι απουσιάζει η πολυφωνία: και οι δέκα χαρακτήρες εκφέρουν παρόμοιες απόψεις με τον ίδιο σχεδόν τόνο και παρόμοια λογοτεχνική 'φωνή', δημιουργώντας ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο κείμενο, που βρίθει κλισέ και στερεότυπων φράσεων.
Ένας σημαντικός συγγραφέας, με πλούσιο λογοτεχνικό έργο, μας παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίο ιδέες και θεωρίες που μάλλον θα αναδεικνύονταν καλύτερα αν είχε επιλέξει τη μορφή του πολιτικού δοκιμίου ή του κριτικού χρονογραφήματος. Σίγουρα το αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί την επιλογή του μυθιστορήματος.