Σοφία Νικολαΐδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο
Το πρόσφατο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου πραγματεύεται την αληθινή ιστορία της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ που αναστάτωσε την Ελλάδα και τη διεθνή κοινότητα κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με τα πραγματικά γεγονότα, η συγγραφέας στήνει την αφήγησή της με τρόπο εύληπτο και αποτελεσματικό. Η δράση κινείται ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου, και αυτή του 2011. Μέσα από τα μάτια ενός χαρισματικού όσο και ‘αντιδραστικού’ μαθητή της τρίτης Λυκείου, η συγγραφέας αναπλάθει τις κινήσεις των βασικών ηρώων της παράξενης δολοφονίας, με πρωταγωνιστή τον Μανόλη Γκρη (μυθιστορηματικό όνομα του Στακτόπουλου) που κατηγορήθηκε για το έγκλημα.
Τα αποσπάσματα που αφορούν το παρελθόν είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα, η ιστορία καλοστημένη και ενδιαφέρουσα, κυρίως για τους νέους αναγνώστες που δεν είχαν έως τώρα την ευκαιρία να διαβάσουν ή να ακούσουν καν για την υπόθεση Πολκ. Οι χαρακτήρες είναι δοσμένοι πειστικά, με εκείνον της Μαρίας Γκρη, μητέρας του κατηγορούμενου, να ξεχωρίζει αποτελώντας σύμβολο των αγώνων και της αντοχής της προσφυγικής ψυχής που προδόθηκε κατ’ επανάληψη από την ελληνική πολιτεία.
Τα αποσπάσματα που αφορούν τη Θεσσαλονίκη του σήμερα και εναλλάσσονται με αυτά της ιστορίας του Μανόλη Γκρη και των δορυφόρων του, έχουν επίσης ενδιαφέρον, αν και υπάρχουν στιγμές που κάπως κουράζουν, καθώς αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη από αυτό που τον απασχολεί πραγματικά, την υπόθεση της δολοφονίας του Πολκ, δηλαδή, και όσα συνέβησαν τους μήνες που ακολούθησαν. Προς το τέλος του βιβλίου, μάλιστα, η αίσθηση αυτή γίνεται εντονότερη, καθώς η προσπάθεια να αναπτυχθεί περισσότερο ο χαρακτήρας του καθηγητή Σουκιούρογλου, μοιάζει αμήχανη και εκτός των χωροχρονικών συγκειμένων.
Επιπροσθέτως η γλώσσα των αποσπασμάτων που αφορούν στην καθημερινότητα των μαθητών Λυκείου που προετοιμάζονται για Πανελλήνιες, είναι συχνά επιτηδευμένη, με τρόπο που θυμίζει εγχειρίδια της Τρίτης Δέσμης--μία επιτήδευση που εκτός από ξεπερασμένη ανάμεσα στους νεαρούς και τις νεαρές σήμερα, όσο άριστοι μαθητές κι αν είναι, γίνεται σε κάποια αποσπάσματα τόσο έντονη που αφήνει τον αναγνώστη ν’ αναρωτιέται αν πρόκειται για κάτι που σκόπιμα επέλεξε η Νικολαΐδου, ώστε να περιπαίξει αυτή την κατάσταση, ή αν, αντιθέτως, η εμπειρία της την έχει διδάξει κάτι που οι υπόλοιποι αγνοούμε.
Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα κι ευχάριστα παρά το ‘βαρύ’ και με σοβαρές πολιτικές διαστάσεις θέμα του. Αρκετοί από τους χαρακτήρες είναι καλοδουλεμένοι και πειστικοί - θα έλεγα «γοητευτικοί». Ο συνδυασμός επινόησης-ιστορίας έχει γίνει με επιτυχία. Υπάρχουν ωστόσο στιγμές που στον έμπειρο αναγνώστη μπορεί να δημιουργηθεί η απορία αν οι μαθητές του Λυκείου που ζωντανεύουν στο μυθιστόρημα, είναι και το κοινό στο οποίο απευθύνεται πρωτίστως το βιβλίο.