Βασίλης Αλεξάκης, Η πρώτη λέξη (Εξάντας, 2011).
Λέγεται ότι τα μυθιστορήματα είναι δύο ειδών: μυθιστορήματα δράσης ή χαρακτήρων. Το βιβλίο του Αλεξάκη στερείται δράσης και υπολείπεται χαρακτήρων. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς: αφενός η δράση είναι υποτυπώδης, λειτουργώντας ως πρόσχημα για την έκθεση των ιδεών που επιθυμεί να παρουσιάσει ο συγγραφέας. Αφετέρου οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται, αλλά σκιαγραφούνται, τόσο μόνο όσο επαρκεί για να φέρουν εις πέρας το έργο της ανταλλαγής πληροφοριών, έκφρασης αποριών, και διατύπωσης απαντήσεων, για το οποίο τους προόριζε ο συγγραφέας.
Αν τα αναφέρω αυτά με τρόπο λακωνικό και ίσως όχι απόλυτα επεξηγηματικό, είναι γιατί ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς που εκτιμώ, και που για την αγορά του κάθε νέου βιβλίου του δεν νιώθω ποτέ δισταγμό. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι ένας από τους λίγους πεζογράφους που, στα περισσότερα έργα του, έχει το σημαντικότατο -για μένα- χάρισμα να δημιουργεί έντονη συγκινησιακή φόρτιση, με λιτά αφηγηματικά μέσα. Ακόμη και σε αυτό, το τόσο άγευστο, μυθιστόρημα υπάρχουν στιγμές που μπορούν να κινήσουν το συναίσθημα του αναγνώστη - οι στιγμές αυτές όμως είναι λίγες κι η παρουσία τους απλώς επιτείνει την αίσθηση ότι διαβάζει κάποιος ένα κείμενο το οποίο προτάσσει, έναντι των λογοτεχνικών αρετών, κάποιες αμιγώς γνωσιακές αξίες.
Η γνωσιακή διάσταση του βιβλίου είναι όντως υπολογίσιμη, στο μέτρο που καταφέρνει να συμπτύξει έναν πλούτο δεδομένων και να τον παρουσιάσει με τρόπο εξαιρετικά σαφή. Το αντικείμενο του βιβλίου μαντεύεται από τον τίτλο του: πρόκειται για την αναζήτηση των απαρχών της ανθρώπινης ομιλίας : την «πρώτη λέξη». Στην πορεία της αναζήτησης, η οποία πραγματώνεται μέσω εξαντλητικών διαλόγων μεταξύ διαφόρων ερευνητών, και του αφηγητή -- το φύλο του οποίου (γυναικείο) μου υπενθύμιζε η χρήση μετοχών του αντίστοιχου γραμματικού γένους, μιας που η φωνή του αφηγητή είχε (συνειδητά ίσως;) έναν άφυλο, θα έλεγα, χαρακτήρα --, ο αναγνώστης συλλέγει ένα πλήθος πληροφοριών, που διευρύνουν τον ορίζοντα κατανόησης αυτού του τόσο περίπλοκου όσο και μαγευτικού φαινομένου που ονομάζεται γλωσσική επικοινωνία.
Κάποιος που μπορεί να μην έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για αυτό το ζήτημα --και συνεπώς δεν τον προβληματίζουν ζητήματα μεθοδολογικής τάξης, εννοιολογικής διερεύνησης, ή φιλοσοφικής συνοχής-- όμως επιθυμεί να πληροφορηθεί για τα συναφή ευρήματα των επιστημών της γλωσσολογίας, της εθνολογίας, της λεξικογραφίας, της εξελικτικής ψυχολογίας, της νευροβιολογίας, ή της εθολογίας, θα βρει στο βιβλίο του Αλεξάκη εύστοχες παρατηρήσεις, ευφυείς απορίες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες δοσμένες με τρόπο άμεσο κι αποτελεσματικό. Αρκεί όμως αυτό για να φέρει ένα βιβλίο τον τίτλο του ‘μυθιστορήματος’;
Αν τα αναφέρω αυτά με τρόπο λακωνικό και ίσως όχι απόλυτα επεξηγηματικό, είναι γιατί ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς που εκτιμώ, και που για την αγορά του κάθε νέου βιβλίου του δεν νιώθω ποτέ δισταγμό. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι ένας από τους λίγους πεζογράφους που, στα περισσότερα έργα του, έχει το σημαντικότατο -για μένα- χάρισμα να δημιουργεί έντονη συγκινησιακή φόρτιση, με λιτά αφηγηματικά μέσα. Ακόμη και σε αυτό, το τόσο άγευστο, μυθιστόρημα υπάρχουν στιγμές που μπορούν να κινήσουν το συναίσθημα του αναγνώστη - οι στιγμές αυτές όμως είναι λίγες κι η παρουσία τους απλώς επιτείνει την αίσθηση ότι διαβάζει κάποιος ένα κείμενο το οποίο προτάσσει, έναντι των λογοτεχνικών αρετών, κάποιες αμιγώς γνωσιακές αξίες.
Η γνωσιακή διάσταση του βιβλίου είναι όντως υπολογίσιμη, στο μέτρο που καταφέρνει να συμπτύξει έναν πλούτο δεδομένων και να τον παρουσιάσει με τρόπο εξαιρετικά σαφή. Το αντικείμενο του βιβλίου μαντεύεται από τον τίτλο του: πρόκειται για την αναζήτηση των απαρχών της ανθρώπινης ομιλίας : την «πρώτη λέξη». Στην πορεία της αναζήτησης, η οποία πραγματώνεται μέσω εξαντλητικών διαλόγων μεταξύ διαφόρων ερευνητών, και του αφηγητή -- το φύλο του οποίου (γυναικείο) μου υπενθύμιζε η χρήση μετοχών του αντίστοιχου γραμματικού γένους, μιας που η φωνή του αφηγητή είχε (συνειδητά ίσως;) έναν άφυλο, θα έλεγα, χαρακτήρα --, ο αναγνώστης συλλέγει ένα πλήθος πληροφοριών, που διευρύνουν τον ορίζοντα κατανόησης αυτού του τόσο περίπλοκου όσο και μαγευτικού φαινομένου που ονομάζεται γλωσσική επικοινωνία.
Κάποιος που μπορεί να μην έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για αυτό το ζήτημα --και συνεπώς δεν τον προβληματίζουν ζητήματα μεθοδολογικής τάξης, εννοιολογικής διερεύνησης, ή φιλοσοφικής συνοχής-- όμως επιθυμεί να πληροφορηθεί για τα συναφή ευρήματα των επιστημών της γλωσσολογίας, της εθνολογίας, της λεξικογραφίας, της εξελικτικής ψυχολογίας, της νευροβιολογίας, ή της εθολογίας, θα βρει στο βιβλίο του Αλεξάκη εύστοχες παρατηρήσεις, ευφυείς απορίες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες δοσμένες με τρόπο άμεσο κι αποτελεσματικό. Αρκεί όμως αυτό για να φέρει ένα βιβλίο τον τίτλο του ‘μυθιστορήματος’;