Λένα Διβάνη, Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες (Μελάνι, 2011)
Το ΜΕΛΑΝΙ, με τις ιδιαίτερα προσεγμένες εκδόσεις του, είναι ευρέως γνωστό για την καλή σειρά ξένης πεζογραφίας. Στην ελληνική λογοτεχνία όμως παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις. Αφενός δημοσιεύει διηγήματα αξιώσεων από σοβαρούς λογοτέχνες (Γκανάς, Ευσταθιάδης, Στάμου κ.α.), και προσφέρει εκδοτικό βήμα σε νέες σημαντικές ποιητικές φωνές (Αντιόχου, Γαραντούδης, Ηλιοπούλου, κ.α.). Αφετέρου προβάλλει μέτριους συγγραφείς που παράγουν αμήχανες, ημιτελείς νουβέλες (Δέρβη), μελό παραβολές που όλο κάτι μας θυμίζουν αλλά δεν ξέρουμε τι (Γκαλινίκη), ή εύπεπτα καλοκαιρινά αναγνώσματα (Διβάνη, Νάσιουτζικ).
Στο αυτάκι του βιβλίου Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια αναφέρεται ότι στόχος της συλλογής διηγημάτων της Διβάνη είναι να μας κάνει να γελάσουμε. Δεν υπάρχει κάτι πιο θλιβερό από ένα βιβλίο που υπόσχεται πως θα μας διασκεδάσει, ενώ το περισσότερο που επιτυγχάνει είναι να αποσπάσει από τον αναγνώστη ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Τα αστεία που εμπεριέχει μπορεί ίσως να λειτουργούσαν σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο --αρκετές στιγμές αισθανόμουν ότι βρέθηκα εμπρός σε μια ξεχασμένη στοίβα από τεύχη του ΚΛΙΚ, και μάλιστα από την δεύτερη περίοδο, όταν πια οι ατάκες είχαν χιλιοειπωθεί, τα λογοπαίγνια είχαν φθαρεί, και η παράθεση των brand-names είχε πάψει να διεγείρει το ενδιαφέρον του κοινού.
Το χιούμορ βέβαια είναι μια ευαίσθητη όσο και υποκειμενική υπόθεση και για αυτό δεν αποκλείω κάτι που σε μένα φαίνεται ανιαρό, να προκαλεί έντονο γέλιο σε κάποιον άλλο. Υπάρχουν όμως δύο τουλάχιστον στοιχεία που, πέραν των ατομικών προτιμήσεων, νομίζω ότι είναι άκρως προβληματικά.
Συνηθίζεται οι συλλογές διηγημάτων να διέπονται από μία κοινή θεματική, έναν έστω ευρύ ‘κοινό λογοτεχνικό τόπο’, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση απουσιάζει. Το μόνο στοιχείο που μοιράζονται οι ιστορίες της Διβάνη είναι ότι έχουν ήδη δημοσιευθεί σε περιοδικά ποικίλης ύλης - γεγονός που επιτείνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι επιλογή των κειμένων που ανατυπώνονται στη συλλογή είναι τυχαία, ή έστω, ότι δεν υπόκειται σε λογοτεχνικά, θεματικά, ή αισθητικά κριτήρια.
Το δεύτερο είναι η αποτυχημένη μίξη λέξεων από διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες -ή για να το πω απλούστερα: ο γλωσσικός αχταρμάς. Η διαρκής χρήση ετερόκλητων λέξεων σε μία φράση, αντί να εντείνει την κωμικότητα της περιγραφόμενης κατάστασης, προκαλεί αναγνωστική αμηχανία, οδηγώντας σε ένα αφηγηματικά επίπεδο αποτέλεσμα. Σε πολλά σημεία η χρήση επιτηδευμένων όρων είναι λογοτεχνικά αδιάφορη, αλλά καταρχάς κατανοητή: είναι ας πούμε σαφές ότι με τη φράση «Η Μαρίνα συνέχισε να την πουσάρει για να περάσει», η συγγραφέας επιχειρεί να εντυπωσιάσει χρησιμοποιώντας έναν αγγλογενή νεολογισμό αντί ρημάτων της καθομιλουμένης, όπως το «σπρώχνω». Σε άλλα σημεία το πρόβλημα έγκειται στην παντελή έλλειψη συνάφειας. Χρησιμοποιεί, φερ’ ειπείν, το ρήμα «κογιονάρω» που στο κερκυραϊκό ιδίωμα σημαίνει εμπαίζω ή κοροϊδεύω. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η δράση εξελίσσεται στη Σαντορίνη, και κανείς από τους ήρωες δεν έχει σχέση με τα Επτάνησα.
Η νοοτροπία αρκετών εκδοτικών οίκων να γεμίζουν κάθε καλοκαίρι την αγορά με ‘ελαφρά’ ή ανιαρά βιβλία δεν ωφελεί ουσιαστικά κανέναν, απλά αναπαράγει την κατάσταση όπου οι περισσότεροι αναγνώστες διαβάζουν μέτρια λογοτεχνία, αφού αυτή ακριβώς είναι που σωρεύεται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων τους θερινούς μήνες. Ο καλός εκδοτικός οίκος όμως σέβεται τους αναγνώστες του όλο το χρόνο -ακόμη και την περίοδο των διακοπών.